Δείτε επίσης: εξω-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξω- < ελληνιστική κοινή ἐξω- < αρχαία ελληνική ἔξω (επίρρημα)

  Πρόθημα

επεξεργασία

ἐξω- ή ἐξώ-

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξω- (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔξω (επίρρημα)

  Πρόθημα

επεξεργασία

ἐξω- ή ἐξώ-