ἐξαγοράρης
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐξαγοράρης < ξαγορευτής και ἐξηγορευτής + -άρης < μεσαιωνική ελληνική ξαγορεύω και ἐξαγορεύω (εξομολογώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐξαγοράρης ( & ξαγοράρης, ξαγορευτής)
- άλλη μορφή της λέξης ξαγοράρης (εξομολογητής)
→ δείτε τη λέξη ξαγοράρης