Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξηγορευτής < μεσαιωνική ελληνική ξαγορεύω και ἐξαγορεύω (εξομολογώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐξηγορευτής ( & ξαγορευτής)

→ δείτε τη λέξη ξαγορευτής