ἐμβάθυνσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐμβάθυνσις < ελληνιστική κοινή ἐμβαθύν(ω) + -σις [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐμβάθυνσις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η εμβάθυνση
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εμβαθυν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας