Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλάα < ἐλαία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐλάα θηλυκό

  1. η ελιά, το ελαιόδεντρο
  2. η ελιά, ο καρπός του ελαιόδεντρου