ἐκδόσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐκδόσιμος | τὸ ἐκδόσιμον | οἱ, αἱ ἐκδόσιμοι | τὰ ἐκδόσιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐκδοσίμου | τοῦ ἐκδοσίμου | τῶν ἐκδοσίμων | τῶν ἐκδοσίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐκδοσίμῳ | τῷ ἐκδοσίμῳ | τοῖς, ταῖς ἐκδοσίμοις | τοῖς ἐκδοσίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐκδόσιμον | τὸ ἐκδόσιμον | τοὺς, τὰς ἐκδοσίμους | τὰ ἐκδόσιμα |
Κλητική | ἐκδόσιμε | ἐκδόσιμον | ἐκδόσιμοι | ἐκδόσιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐκδοσίμω | |||
Γενική-Δοτική | ἐκδοσίμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐκδόσιμος < αρχαία ελληνική ἔκδοσις + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίαἐκδόσιμος, -ος, -ον ((ελληνιστική κοινή))
- συμφωνημένος
- (ουσιαστικοποιημένο) ἐκδόσιμον: (νομικός όρος) αποδεικτικό επίδοσης ή παράδοσης (δικαστικού) εγγράφου