ἐκβακχεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐκβακχεύω
Κλίση
επεξεργασίαενεργητικός ενεστώτας | ||||
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | |
ἐγὼ | ἐκβακχεύω | ἐκβακχεύω | ἐκβακχεύοιμι | — |
σὺ | ἐκβακχεύεις | ἐκβακχεύῃς | ἐκβακχεύοις | ἐκβάκχευε |
οὖτος | ἐκβακχεύει | ἐκβακχεύῃ | ἐκβακχεύοι | ἐκβακχευέτω |
ἡμεῖς | ἐκβακχεύομεν | ἐκβακχεύωμεν | ἐκβακχεύοιμεν | — |
ὑμεῖς | ἐκβακχεύετε | ἐκβακχεύητε | ἐκβακχεύοιτε | ἐκβακχεύετε |
οὗτοι | ἐκβακχεύουσῐ(ν) | ἐκβακχεύωσῐ(ν) | ἐκβακχεύοιεν | ἐκβακχευόντων ἐκβακχευέτωσαν |
2o δυϊκός | ἐκβακχεύετον | ἐκβακχεύητον | ἐκβακχεύοιτον | ἐκβακχεύετον |
3o δυϊκός | ἐκβακχεύετον | ἐκβακχεύητον | ἐκβακχευοίτην | ἐκβακχευέτων |
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο | ||
ἐκβακχεύειν | ἐκβακχεύων | ἐκβακχεύουσα | ἐκβακχεῦον |
άλλοι χρόνοι → λείπει η κλίση
Πηγές
επεξεργασία- ἐκβακχεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκβακχεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.