ἅψαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ἅψαι
- γ΄ πρόσωπο ενικού ευκτικής ενεργητικού αορίστου (ἅψαιμι) του ἅπτω
- άλλες μορφές: ἅψειε(ν)
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής μέσου αορίστου (ἁψαίμην) του ἅπτω
Απαρέμφατο επεξεργασία
- απαρέμφατο ενεργητικού αορίστου (ἧψα) του ἅπτω