→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄτροπος < στερητικό α- και τρέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄτροπος, -ος, ον

  1. εκείνος που δεν αλλάζει γνώμη, ο άκαμπτος
    ⮡  «άτροπος μοίρα»
  2. φυτολ. η άτροπος κν μπελαντόνα
  3. ως κύριο όνομα Άτραπος μία από τις τρεις μοίρες της αρχαία ελληνικής μυθολογίας