ἄτροπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄτροπος, -ος, ον
- εκείνος που δεν αλλάζει γνώμη, ο άκαμπτος
- ⮡ «άτροπος μοίρα»
- φυτολ. η άτροπος κν μπελαντόνα
- ως κύριο όνομα Άτραπος μία από τις τρεις μοίρες της αρχαία ελληνικής μυθολογίας