Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄτρομος < ἀ- στερητικό + τρόμος

  Επίθετο επεξεργασία

ἄτρομος, -ος, -ον

  1. άφοβος, ατρόμητος
  2. (για τον ύπνο) ήσυχος, αδιατάρακτος