Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἄτρομος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἄτρομος
<
ἀ-
στερητικό +
τρόμος
Επίθετο
επεξεργασία
ἄτρομος, -ος, -ον
άφοβος
,
ατρόμητος
(
για τον ύπνο
)
ήσυχος
,
αδιατάρακτος