Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄμυδις < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

ἄμυδις: αιολικός τύπος του ἅμα

  1. (για χρόνο) μαζί, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 305
    Ζεὺς δ᾽ ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν·
    Ευθύς ο Δίας βρόντηξε, έριξε στο καράβι κεραυνό,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    Κι ο Δίας την ίδια στιγμή βρόντησε και έριξε στο καράβι κεραυνό,
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  2. (για τόπο) μαζί, όλοι μαζί
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 217 (στίχοι 217-218)
    παννύχιοι δ᾽ ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ᾽ ἔβαλλον, | φυσῶντες λιγέως·»
    Και ολονυκτίς απ᾽ την πυράν, και οι δυο φυσομανώντας | τες φλόγες σήκωναν ψηλά·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

  Πηγές επεξεργασία