ἀρόσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀρόσιμος | τὸ ἀρόσιμον | οἱ, αἱ ἀρόσιμοι | τὰ ἀρόσιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀροσίμου | τοῦ ἀροσίμου | τῶν ἀροσίμων | τῶν ἀροσίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀροσίμῳ | τῷ ἀροσίμῳ | τοῖς, ταῖς ἀροσίμοις | τοῖς ἀροσίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀρόσιμον | τὸ ἀρόσιμον | τοὺς, τὰς ἀροσίμους | τὰ ἀρόσιμα |
Κλητική | ἀρόσιμε | ἀρόσιμον | ἀρόσιμοι | ἀρόσιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀροσίμω | |||
Γενική-Δοτική | ἀροσίμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρόσιμος < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)
Επίθετο
επεξεργασίαἀρόσιμος, -ος, -ον