Δείτε επίσης: ἀρώσιμος, αρόσιμος, αρώσιμος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀρόσιμος τὸ ἀρόσιμον οἱ, αἱ ἀρόσιμοι τὰ ἀρόσιμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀροσίμου τοῦ ἀροσίμου τῶν ἀροσίμων τῶν ἀροσίμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀροσίμῳ τῷ ἀροσίμῳ τοῖς, ταῖς ἀροσίμοις τοῖς ἀροσίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀρόσιμον τὸ ἀρόσιμον τοὺς, τὰς ἀροσίμους τὰ ἀρόσιμα
Κλητική ἀρόσιμε ἀρόσιμον ἀρόσιμοι ἀρόσιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀροσίμω
Γενική-Δοτική ἀροσίμοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρόσιμος < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀρόσιμος, -ος, -ον

  1. αρόσιμος
  2. καρπερός
  3. (μεταφορικά) κατάλληλος για τεκνοποίηση

Άλλες μορφές

επεξεργασία