ἀρώσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀρώσιμος | τὸ ἀρώσιμον | οἱ, αἱ ἀρώσιμοι | τὰ ἀρώσιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀρωσίμου | τοῦ ἀρωσίμου | τῶν ἀρωσίμων | τῶν ἀρωσίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀρωσίμῳ | τῷ ἀρωσίμῳ | τοῖς, ταῖς ἀρωσίμοις | τοῖς ἀρωσίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀρώσιμον | τὸ ἀρώσιμον | τοὺς, τὰς ἀρωσίμους | τὰ ἀρώσιμα |
Κλητική | ἀρώσιμε | ἀρώσιμον | ἀρώσιμοι | ἀρώσιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀρωσίμω | |||
Γενική-Δοτική | ἀρωσίμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρώσιμος < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)
Επίθετο
επεξεργασίαἀρώσιμος, -ος, -ον
- άλλη γραφή του ἀρόσιμος
- ἀρώσιμοι γὰρ χἀτέρων εἰσὶν γύαι. (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 569)