Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρνίν < ἀρν(ίον) με κατάληξη -ίν < αρχαία ελληνική ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀρνίν ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία