Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρκουδία < ἀρκούδ(α) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀρκουδία θηλυκό, άλλη μορφή του ἀρκούδα, (σε χρήση και σήμερα στην ποντιακή διάλεκτο και στην Κρήτη)