Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκομιστής ήδη τον 7ο αιώνα κε < αόριστος του ἀποκομίζω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποκομιστής, -οῦ αρσενικό

  • αγγελιοφόρος
    ※  10ος αιώνας Συμεών ο Μάγιστρος, Chronographia @catholiclibrary.org
    ὁ δὲ πατριάρχης ἢ μᾶλλον φατριάρχης κατὰ τὸν ἐν τῷ πατριαρχείῳ Θεσσαλὸν τρίκλινον τηνικαῦτα ἀνέκειτο ἐπὶ σκίμποδος, τὰς βασιλικὰς ἀγγελίας δεχόμενος· ὃς ἅμα τῇ ἀκοῇ τῶν λόγων βληθεὶς τὴν ψυχὴν βουλεύσασθαι ἔφη περὶ τούτου καλῶς καὶ τὸν ἀποκομιστὴν εὐθὺς ἀπέστειλεν, καὶ θᾶττον ἢ λόγῳ ἐγχειρίδιόν τι λαβὼν τὰς κατὰ γαστέρα φλέβας ἀπέτεμεν, ἃς ᾔδει δειλίαν μὲν καὶ οἶκτον ἐκ τῆς αἵματος δαψιλοῦς ἐκχύσεως ἀποτεκεῖν τοῖς πολλοῖς, θάνατον δὲ ἤ τινα κίνδυνον οὐδαμῶς.
     συνώνυμα: ἀκιντσής, ἀκιντζής

Άλλες μορφές

επεξεργασία