ἀνταρκτικοπολοστρόφος
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀνταρκτικοπολοστρόφος < ἀνταρκτικ(ός) + -ο- + πόλ(ος) + -ο- + -στρόφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀνταρκτικοπολοστρόφος αρσενικό
- προσωνυμία του Θεού η οποία παρουσιάζει την παντοδυναμία του
- → χρειάζεται παράθεμα ( Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί.)
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή αθησαύριστων λέξεων εν τοις Ελληνικοίς λεξικοίς, Αθήνα 1883, σελ. 29.