Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνθρωποακατούνευτος < ἄνθρωπος + *ἀκατούνευτος (< ἀ- στερητικό + κατουνεύω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνθρωποακατούνευτος

Συγγενικά

επεξεργασία