ἀνθρωποακατούνευτος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀνθρωποακατούνευτος < ἄνθρωπος + *ἀκατούνευτος (< ἀ- στερητικό + κατουνεύω)
Επίθετο
επεξεργασίαἀνθρωποακατούνευτος
- (για τόπο) ακατοίκητος, έρημος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.213, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀνθρωποακατούνευτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].