ἀνημποριά
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀνημποριά < ἀνήμπορ(ος) + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀνημποριά θηλυκό
- σωματική αδυναμία
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 314 (στίχοι 309-314)
- Γονέοι, οπού μ' εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας
επήρα, κι απ' το αίμα σας, κι από την αναπνιά σας,
έχω κανάκια σπλαχνικά, Κύρη μου και Μητέρα,
οπού λιγώνομαι να δω, να ξημερώσει η μέρα,
να'ρθω να σας αγκαλιαστώ, να βρίσκομαι κοντά σας,
να σας βουηθώ σ' τσ' ανημποριές, κ' εδά στα γερατειά σας.
- Γονέοι, οπού μ' εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 314 (στίχοι 309-314)
- οικονομική αδυναμία, φτώχεια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- ἀνημποριές (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ανημπορία (ιδιωματισμός στα νέα ελληνικά)
- ανημπουριά (ιδιωματισμός στα νέα ελληνικά)
Πηγές επεξεργασία
- ἀνημποριά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.205, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.