ἀνεπίξεστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀνεπίξεστος
- αγυάλιστος, ατελής, που δεν έχει διακόσμηση
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 746 (746-747)
- μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν, | μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κορώνη.
- Μήτε σαν φτιάχνεις σπίτι να το αφήσεις ατελές, | μήπως και πάει να κάτσει κρώζοντας καμιά κουρούνα που πολύ κραυγάζει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν, | μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κορώνη.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 746 (746-747)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξέω
Πηγές
επεξεργασία- ἀνεπίξεστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνεπίξεστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.