Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναρρήγνυμι < λείπει η ετυμολογία

ἀναρρήγνυμι

  1. διαρρηγνύω
  2. γκρεμίζω τείχος
  3. (για λιοντάρια) κατασπαράζω
  4. (για πρόσωπα, στην παθητική φωνή) ξεσπώ

→ λείπει η κλίση