ἀναρρήγνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀναρρήγνυμι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀναρρήγνυμι
- διαρρηγνύω
- γκρεμίζω τείχος
- (για λιοντάρια) κατασπαράζω
- (για πρόσωπα, στην παθητική φωνή) ξεσπώ
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀναρρήγνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναρρήγνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.