Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀναμφήριστος τὸ ἀναμφήριστον οἱ, αἱ ἀναμφήριστοι τὰ ἀναμφήριστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀναμφhρίστου τοῦ ἀναμφhρίστου τῶν ἀναμφhρίστων τῶν ἀναμφhρίστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀναμφhρίστῳ τῷ ἀναμφhρίστῳ τοῖς, ταῖς ἀναμφhρίστοις τοῖς ἀναμφhρίστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀναμφήριστον τὸ ἀναμφήριστον τοὺς, τὰς ἀναμφhρίστους τὰ ἀναμφήριστα
Κλητική ἀναμφήριστε ἀναμφήριστον ἀναμφήριστοι ἀναμφήριστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀναμφhρίστω
Γενική-Δοτική ἀναμφhρίστοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναμφήριστος < ἀνά + ἀμφί + ἐρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀναμφήριστος, -ος, -ον