Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναισιμόω < λείπει η ετυμολογία

ἀναισιμόω

  1. χρησιμοποιώ, καταναλώνω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 150.2
    ἀπέπνιξαν δὲ αὐτάς, ἵνα μή σφεων τὸν σῖτον ἀναισιμώσωσι.
    Όσο για τις άλλες, τις έπνιξαν για να μην τους καταναλώνουν το σιτάρι.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (στην παθητική φωνή) χρησιμοποιούμαι για ένα σκοπό ή ξοδεύομαι για κάτι
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 60.3
    ἐπεὰν δὲ ἀπίκωνται ἐς τὴν Βούβαστιν, ὁρτάζουσι μεγάλας ἀνάγοντες θυσίας, καὶ οἶνος ἀμπέλινος ἀναισιμοῦται πλέων ἐν τῇ ὁρτῇ ταύτῃ ἢ ἐν τῷ ἅπαντι ἐνιαυτῷ τῷ ἐπιλοίπῳ.
    και όταν πια φτάσουν στη Βούβαστη, εορτάζουν εκτελώντας μεγάλες θυσίες, και στην εορτή αυτή πίνεται περισσότερο σταφυλόκρασο παρ᾽ όσο ολόκληρη την υπόλοιπη χρονιά.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 179.1
    δεῖ δή με πρὸς τούτοισι ἔτι φράσαι ἵνα τε ἐκ τῆς τάφρου ἡ γῆ ἀναισιμώθη καὶ τὸ τεῖχος ὅντινα τρόπον ἔργαστο.
    Πρέπει ωστόσο κοντά στα άλλα να πω και πού χρησιμοποιήθηκε το χώμα από την τάφρο, και με ποιό τρόπο ήταν χτισμένο το τείχος.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία