ἀνάλωτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀνάλωτος | τὸ ἀνάλωτον | οἱ, αἱ ἀνάλωτοι | τὰ ἀνάλωτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀναλώτου | τοῦ ἀναλώτου | τῶν ἀναλώτων | τῶν ἀναλώτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀναλώτῳ | τῷ ἀναλώτῳ | τοῖς, ταῖς ἀναλώτοις | τοῖς ἀναλώτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀνάλωτον | τὸ ἀνάλωτον | τοὺς, τὰς ἀναλώτους | τὰ ἀνάλωτα |
Κλητική | ἀνάλωτε | ἀνάλωτον | ἀνάλωτοι | ἀνάλωτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀναλώτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀναλώτοιν |
Επίθετο
επεξεργασίαἀνάλωτος, -ος, -ον
- απόρθητος, που δεν μπορεί κανείς να τον κυριεύσει ή γενικότερα να του επιβληθεί
- που δεν έχει ακόμη κυριευθεί
- που δεν μπορεί να αναιρεθεί με επιχειρήματα
- ανέφικτος, απραγματοποίητος