Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμφιδοξέω < ἀμφίδοξος < ἀμφι- + δόξα

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμφιδοξέω - ἀμφιδοξῶ (συνηρημένο)