ἀμφιδοξέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ἀμφιδοξέω - ἀμφιδοξῶ (συνηρημένο)
- είμαι διστακτικός, διχάζομαι, ταλαντεύομαι, έχω αμφιβολίες για κάτι
ἀμφιδοξέω - ἀμφιδοξῶ (συνηρημένο)