ἀμμέουν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαἀμμέουν
- (προσωπική αντωνυμία) θεσσαλικός τύπος του ἡμῶν, α΄ πρόσωπο γενική πληθυντικού του ἐγώ
- ※ 3ος πκε αιώνας Επιγραφή στη Θεσσαλία, IG IX,2 517, στίχ. 12, @epigraphy.packhum.org
- ψαφιξαμένας τᾶς πόλιος ψάφισμα τὸ ὑπογεγραμμένον· Πανάμμοι τᾶ ἕκτα ἐπ’ ἰκάδι συνκλεῖτος γενομένας, ἀγορανομέντουν τοῦν ταγοῦν πάντουν Φιλίπποι τοῖ βασιλεῖος γράμματα πέμψαντος πὸτ τὸς ταγὸς καὶ τὰν πόλιν διέκι Πετραῖος καὶ Ἀνάγκιππος καὶ Ἀριστόνοος, οὑς ἀτ τᾶς πρεισβείας ἐγένονθο, ἐνεφανίσσοεν αὐτοῦ, πὸκ κί καὶ ἁ ἀμμέουν πόλις διὲ τὸς πολέμος ποτεδέετο πλειόνουν τοῦν κατοικεισόντουν· μέσποδί κε οὖν καὶ ἑτέρος ἐπινοείσουμεν ἀξίος τοῖ πὰρ ἀμμὲ πολιτεύματος
- ※ 3ος πκε αιώνας Επιγραφή στη Θεσσαλία, IG IX,2 517, στίχ. 12, @epigraphy.packhum.org