Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμηχανάω < ἀμήχανος

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμηχανάω και ἀμηχανέω

  1. βρίσκομαι σε αμηχανία
  2. απορώ
  3. στερούμαι

Συγγενικά επεξεργασία