ἀλαβαρδιέρης
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀλαβαρδιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική alabardier(e) + -ης < alabarda (αλαβάρδα).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀλαβαρδιέρης θηλυκό
- (κατά την Ενετοκρατία στα Επτάνησα, στρατιωτικός όρος) μέλος λογχοφόρας φρουράς των βενετών προβλεπτών, που ήταν οπλισμένοι με αλαβάρδα
Πηγές
επεξεργασία- ἀλαβαρδιέρης - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .