Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλαβαρδιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική alabardier(e) + -ης < alabarda (αλαβάρδα).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλαβαρδιέρης θηλυκό