Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκωλύτως < ἀκώλυτ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀκωλύτως

  • χωρίς εμπόδια
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Κρατύλοςw, 415d @scaife.perseus
    εἰ δʼ ἐπὶ τοιούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἂν εἴη, σημαῖνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι ἀεί, ὥστε τὸ ἀσχέτως καὶ τὸ ἀκωλύτως ἀεὶ ῥέον ἐπωνυμίαν εἴληφεν, ὡς ἔοικε, τοῦτο τοὔνομα, ὃ ὀρθῶς μὲν ἔχει ἀειρείτην καλεῖν, ἴσως δὲ αἱρετὴν λέγει, ὡς οὔσης ταύτης τῆς ἕξεως αἱρετωτάτης, συγκεκρότηται δὲ καὶ καλεῖται ἀρετή.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 16.3
    καὶ τῷ στρατοπέδῳ κατέλαβε χώραν, ὅθεν ἥκιστα βλαπτόμενος οἷς ἐλείπετο τῶν πολεμίων ἤλπιζεν ἐξ ὧν ἐθάρρει πολεμήσειν ἀκωλύτως.
    και κατέλαβε μέρος για το στρατόπεδο, από όπου σύμφωνα με τις προσδοκίες του θα διεξήγε τον πόλεμο χωρίς εμπόδια, αφού ελάχιστα θα τον έβλαπταν τα μέσα στα οποία υστερούσε έναντι των αντιπάλων.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία