Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκροβολίζομαι < ἀκροβόλος

ἀκροβολίζομαι

  1. βάλλω από μακριά, σε αντίθεση προς το μάχομαι σώμα με σώμα ή από κοντά
  2. (μεταφορικά) πετάω κουβέντες κάτι με ένταση, αψιμαχώ
    • οὕτω μὲν οἱ περὶ Σαλαμῖνα ἔπεσι ἀκροβολισάμενοι, ἐπείτε Εὐρυβιάδῃ ἔδοξε, αὐτοῦ παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες. : και μετά από αυτές τις αψιμαχίες, ο Ευριβιάδης όπως αποφάσισε, ετοιμάστηκε για ναυμαχία εκεί που βρισκόταν (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8ο, 64)

Συγγενικά

επεξεργασία