αψιμαχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αψιμαχώ < (ελληνιστική κοινή) ἀψιμαχέω-ἀψιμαχῶ < αρχαία ελληνική ἀψιμαχία < ἅπτομαι
Ρήμα επεξεργασία
αψιμαχώ
- προχωρώ σε όχι ιδιαίτερα σκληρές στρατιωτικές συγκρούσεις με τις ένοπλες δυνάμεις αντιπάλου, χωρίς ιδιαίτερα κέρδη και απώλειες εκατέρωθεν
- λογομαχώ, προχωρώ σε διαξιφισμούς ή και ήπιες χειροδικίες, κυρίως όμως έχω έντονη φιλονικία που περιορίζεται σε λεκτική διαμάχη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αψιμαχώ
|