Ετυμολογία

επεξεργασία
αψιμαχώ < (ελληνιστική κοινή) ἀψιμαχέω-ἀψιμαχῶ < αρχαία ελληνική ἀψιμαχία < ἅπτομαι

αψιμαχώ

  1. προχωρώ σε όχι ιδιαίτερα σκληρές στρατιωτικές συγκρούσεις με τις ένοπλες δυνάμεις αντιπάλου, χωρίς ιδιαίτερα κέρδη και απώλειες εκατέρωθεν
  2. λογομαχώ, προχωρώ σε διαξιφισμούς ή και ήπιες χειροδικίες, κυρίως όμως έχω έντονη φιλονικία που περιορίζεται σε λεκτική διαμάχη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία