Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀελιά < (βοῦς) ἀγελαία (επίθετο), με σίγηση του «γ» και συνίζηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀελιά θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ἀγελάδα