ἀδικεῖ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ἀδικεῖ
- συνηρημένη μορφή του ἀδικέει
- γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀδικῶ, συνηρημένη μορφή του ἀδικέω
- β' ενικό πρόσωπο οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ἀδικῶ, συνηρημένη μορφή του ἀδικέω