αδικεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίααδικεί
- (ιδιωματικό) τοπική διάλεκτος: ακριβώς εκεί, επιτόπου [1]
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααδικεί
- γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος αδικώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Λεξικό του χωριού Πεντάλοφος pentalofo.gr (δήμος Μεσολογγίου) πρόσβαση:2019.07.16.