Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ἀδικέει

  • γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀδικέω
  • β' ενικό πρόσωπο οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ἀδικέω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία