Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγχοτάτω < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀγχοτάτω

  • υπερθετικός βαθμός του ἀγχοῦ
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 89.1
    περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυνέας εἶχον ἀγχοτάτω πεποιημένας τρόπον τὸν Ἑλληνικόν, ἐνδεδυκότες δὲ θώρηκας λινέους, ἀσπίδας δὲ ἴτυς οὐκ ἐχούσας εἶχον καὶ ἀκόντια.
    στο κεφάλι τους φορούσαν πέτσινα σκουφιά καμωμένα ολόιδια με τα ελληνικά, κι είχαν ντυθεί με θώρακες από λινάρι· κρατούσαν ασπίδες χωρίς γύρο και ακόντια.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 176.5
    κώμη δέ ἐστι ἀγχοτάτω τῆς ὁδοῦ, Ἀλπηνοὶ οὔνομα· ἐκ ταύτης δὲ ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο οἱ Ἕλληνες.
    Και πολύ κοντά στο δρόμο είναι ένα χωριό που λέγεται Αλπηνοί· λοιπόν οι Έλληνες λογάριαζαν να το έχουν βάση ανεφοδιασμού τους.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 169.4
    αἱ δέ εἰσι ἐν τῷ ἱρῷ τῆς Ἀθηναίης, ἀγχοτάτω τοῦ μεγάρου, ἐσιόντι ἀριστερῆς χειρός.
    Ο τάφος αυτός βρίσκεται μέσα στο ιερό της Αθηνάς, πολύ κοντά στο ναό, στο αριστερό μας χέρι καθώς μπαίνουμε.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἄγχιστα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες: οι πιο κοντινοί συγγενείς, οι πλησιέστεροι συγγενείς
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 73.1
    τοὺς δὲ ἄλλους Σκύθας, ἐπεὰν ἀποθάνωσι, περιάγουσι οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἁμάξῃσι κειμένους, τῶν δὲ ἕκαστος ὑποδεκόμενος εὐωχέει τοὺς ἑπομένους καὶ τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ τῶν καὶ τοῖσι ἄλλοισι.
    τώρα, τους άλλους Σκύθες, όταν πεθάνουν, οι πιο στενοί συγγενείς τους τούς πηγαίνουν, ξαπλωμένους πάνω σε άμαξες, από το ένα στο άλλο στα σπίτια των φίλων τους, κι ο καθένας από τούτους δέχεται στο σπίτι του αυτούς που συνοδεύουν το νεκρό και τους κάνει μεγάλο τραπέζι, κι ό,τι προσφέρει σ᾽ αυτούς, το προσφέρει και στο νεκρό·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr