Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαπητερά < ἀγαπητερ(ός) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀγαπητερά

  1. με τρόπο που μαρτυρεί αγάπη, με αγάπη
  2. φιλικά
  3.  συνώνυμα: ἀγαπητικά

Συγγενικά

επεξεργασία