Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγαπητερός < ἀγαπητ(ός) + -ερός κατά το λυπητερός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγαπητερός, ή, ό

  • γεμάτος αγάπη

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία