ἀβιζάρω
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀβιζάρω (σε χρήση και σήμερα ως ιδιωματικό)
- γνωστοποιώ, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον, ενημερώνω
- ※ 17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 65 (65-66) @anemi.lib.uoc.gr
- σὰ πεθυμᾶς, τὴ ρουφιανιά, μὰ θὲ νὰ σ’ ἀβιζάρω·
κατέχεις ἕναν ἀδερφὸ πὼς ἔχει ἡ νύφη φράρο;
- σὰ πεθυμᾶς, τὴ ρουφιανιά, μὰ θὲ νὰ σ’ ἀβιζάρω·
- ※ 17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 112 (111-113) @anemi.lib.uoc.gr
- ※ 17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 65 (65-66) @anemi.lib.uoc.gr
- ειδοποιώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀβιζάρω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ἀβιζάρω σελ.5, Τόμος 1 & σελ.225, Τόμος 10 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.