Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβεντούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική avventura ή (άμεσο δάνειο) γαλλική aventure

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀβεντούρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία