ἀβεντούρα
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβεντούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική avventura ή (άμεσο δάνειο) γαλλική aventure
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀβεντούρα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.4, Τόμος 1 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀβεντούρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].