Ουσιαστικό

επεξεργασία

كوپك (köpek)

  1. (θηλαστικό ζώο) σκύλος
  2. (μεταφορικά) ένας άθλιος και ηθικά κατακριτέος άνθρωπος

Απόγονοι

επεξεργασία

كوپك (οθωμανικά τουρκικά)

τουρκικά: köpek
νέα ελληνικά: κόπακας
  • σελ. 1580 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).