Ετυμολογία

επεξεργασία
كوز < προέλευσης από την περσική
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά κυπριακά: κοῦζα (→ δείτε και τη λέξη κουζουλός)
 
كُوز

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuːz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

كوز (كُوز) (ar) (kuuz)