Ετυμολογία

επεξεργασία
عرق < ρίζα ع ر ق‎ (ʿ-r-q)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

عرق (عَرَق) (ar) (ʿaraq)

  1. ιδρώτας
  2. (ποτό) γλυκό αλκοολούχο ποτό της Μέσης Ανατολής
    → δείτε τις λέξεις arak και ρακή

Παράγωγα

επεξεργασία
  • عِرْقِيّ (ʿirqiyy, από χυμό, γλυκός χυμός από χουρμάδες ή από απόσταξη σιτηρών)

عرق (عَرَقَ) (ar) (ʿaraqa)

عرق (عُرِقَ) (ar) (ʿuriqa)

عرق (عَرِقَ) (ar) (ʿariqa)

عرق (عَرَّقَ) (ar) (ʿarraqa)