شکر
Περσικά (fa)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- شکر < χίντι शर्करा (śarkarā) < σανσκριτικά शर्करा (śarkarā) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαشکر (fa) (šakar, šakkar, šekar)
شکر (fa) (šakar, šakkar, šekar)