Ετυμολογία

επεξεργασία
тор < πρωτοσλαβική *torъ (αυλάκι, τροχιά, ίχνος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tôːr/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

тор (en) αρσενικό (то̑р. Ορθογράφηση με λατινικούς χαρακτήρες: tȏr / tor)