объектов
Ρωσικά (ru) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɐˈbjektəf/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : объ‐е́кт‐ов
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
объектов (ru) (obʺjе́ktov) αρσενικό
- γενική πληθυντικού του объект
объектов (ru) (obʺjе́ktov) αρσενικό