Ετυμολογία

επεξεργασία
Геворкян < αρμενική Գևորգյան (Geworgyan, Γκεβοργκιάν)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡʲɪvɐrˈkʲan/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Геворкян (ru) (Gevorkján) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Геворкяна, ονομ. πληθ.: Геворкяны)[2]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βλ. Տիգրան Ավետիսյան (Τιγκράν Αβετισιάν), Հայոց ազգանունների բառարան [Λεξικό αρμενικών επωνύμων] (Γιερεβάν, 2000), σ. 74α.
  2. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό. Ο πληθυντικός είναι κοινός, κατά το αρσενικό.