Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ώφου < όφου < οφ / οχ < (ηχομιμητική λέξη)

  Επιφώνημα επεξεργασία

ώφου

Σημειώσεις επεξεργασία

  • επιφώνημα της Κρητικής διαλέκτου. Μπορεί να δηλώνει αγανάκτηση και κούραση (αντίστοιχα με το «ουφ!», αλλά όχι με την έννοια της ανακούφισης) ή ευχάριστη έκπληξη