όσον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- όσον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅσον, ουδέτερο του ὅσος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈo.son/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐σον
Επίρρημα επεξεργασία
όσον
- άλλη μορφή του όσο
Μεταφράσεις επεξεργασία
όσον
|