ωφελιμιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωφελιμιστικά < ωφελιμιστικός
Επίρρημα
επεξεργασίαωφελιμιστικά
- με στόχο το προσωπικό συμφέρον
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωφελιμιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαωφελιμιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωφελιμιστικό